- κατώνειος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάτωνα2. φρ. «κατώνειος κανόνας» — ο κανόνας τού Ρωμαϊκού Δικαίου κατά τον οποίο η κληροδοσία που θα ήταν άκυρη αν πέθαιναν αμέσως μετά την κατάρτισή της και ο κληροδότης και ο κληρονομούμενος θα ήταν άκυρη επίσης οποτεδήποτε και αν επερχόταν ο θάνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κάτων].
Dictionary of Greek. 2013.